- περισπέρμιο
- τοη φλούδα, το περίβλημα που σκεπάζει το σπέρμα πολλών καρπών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περισπέρμιο — το βοτ. πλούσιος σε λεύκωμα αποταμιευτικός ιστός γύρω από το σπέρμα πολλών καρπών, που αναπτύσσεται σε βάρος τού καρυδιού τών καρπών αυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perisperm < περι * + σπέρμα. Η λ., στον λόγιο τ. περισπέρμιον,… … Dictionary of Greek
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
τάξος — (taxus). Γένος αειθαλών κωνοφόρων δέντρων και θάμνων της οικογένειας των ταξιδών. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή και τοποθετημένα σε 2 σειρές σε πλάγιους οριζόντιους βλαστούς. Έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και είναι λαμπερά. Οι κουκουνάρες περιέχουν … Dictionary of Greek
αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους … Dictionary of Greek
κίλαστρος — (Celastrus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιλαστριδών. Περιλαμβάνει από μεγάλα δένδρα μέχρι αναρριχητικούς θάμνους ή θάμνους που έρπουν, με απλά φύλλα και μικρά κακόμορφα άνθη. Τα φυτά αυτά στερούνται ξυλωδών ριζών, ενώ ο κορμός τους έχει… … Dictionary of Greek